ἀναμπαμπουλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμπαμπουλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμπαμπουλῶ, ἀναμπουμπουλῶ ΑΛασκαράτ. Στιχουργ.²25 ἀναμουμπ’λίζου Στερελλ. (Κλών) Μετοχ. ἀναμπουμπουλισμένος (Φιλολογ. ᾿Ακρόπ. 1,54).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναμπαμπούλα.
Σημασιολογία
1) Θορυβῶ ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. ’Σ τὸ γυναιτίκι τόσα γυναικόπαιδα ᾿ξακολουθινά ἀναμπουμπουλούσανε. Μετοχ. ἀναμπουμπουλισμένος=θυελλώδης (Φιλολογ. Ἀκρόπ.ἔνθ᾽ἀν.): Ἀναμπουμπουλιˬασμένη νύχτα. 2) Ὑπερπληροῦμαι, βρίθω Στερελλ. (Κλών.): ’Αναμουμπούλ’ξι τοὺ σκουλε͜ιὸ πιδιˬὰ φέτου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA