ἀναμπιστεύομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμπιστεύομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμπιστεύομαι Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. μπιστεύομαι

Σημασιολογία

Δίδω ἐμπιστοσύνην, ἐμπιστεύομαι: ᾎσμ. Ἀνάθεμα τον Ἔρωτα κιˬ ὅπου τὸν πιˬασῃ φίλο κιˬ ὅπου τὸν ἀναμπιστευτῇ τὀν ἄτιμο τὸ σκύλλο. Συνών. μπιστεύομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/