γεννησιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννησιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεννησιˬὰ ἡ, Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περούλ. Ρόδ.)-Λεξ. Δημητρ. γεννηχιˬὰ Πέλοπν. (Κίτ. Μάν.) γι’σιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) γεννησὰ Πελοπν. (Λάλ.)-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέννηση καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

Ὁ τοκετός, ἡ γέννησις ἔνθ’ ἀν.: Νὰ κάνῃ ἡ γυναῖκα σου παιδὶ γερὸ ’ς τὴ γεννησιˬά της Αὐχιόν. Καρουσ. Περούλ. Κάθ’σι ’ς τὴ γι’σιˬὰ τ’ς νύφ’ς τ’ Αἰτωλ. Ἡ κατσούλα μας μία γεννηχιˬὰ ἔκαμε τρία κατσούλιˬα (ἡ κατσούλα=ἡ γάττα) Κίτ. Μάν. Πρωτόγεννη εἶν’ ἡ γίδα, ὅταν ἀρχίσῃ τὴν πρώτη γεννησὰ Λάλ. Ἡ κουνέλα μας κάθε μῆνα ἔχει καὶ γεννησιˬὰ Λέξ. Δημητρ. Συνών. ἐν λ. γέννα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/