γεννησιμιˬὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννησιμιˬὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεννησιμιˬὸς ἐπίθ. Λεξ. Πρω. γεν-νησιμιˬὸς Μεγίστ. Θηλ. γεννησιμιˬὰ Ι.Δραγούμ., Σταμάτ., 117. Οὐδ. γεννησιμιˬὸν Λεξ. Περίδ. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. γεν-νησιμιˬὸν Μεγίστ. Χίος (Πυργ.) γε-ησιμιˬὸν Λυκ. (Λιβύσσ.) γεννησιμνιˬὸ πολλαχ. γιννησ’μιˬὸ Στερελλ. (Περίστ.) γι’σ’μιˬὸ Λέσβ. Λῆμν. γεν-νησιμνιˬὸ Κῶς ’εννησιμιˬὸ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γεννησίμιˬο Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κάρυστ. Ὄρ.)-Λεξ. Βάιγ. Μ.Ἐγκυκλ. γεννήσιμιˬο Δαρδαν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέννηση καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιμιˬὸς (-ιμα͜ιός), δι’ ἣν ἰδ. Γ.Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 240 κ.ἑξ. Ὁ τύπ. γεννήσιμιˬον παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐκ γεννήσεως προερχόμενος ἢ ὑπάρχων πολλαχ.: Ἦρτεν ἕνας γιˬατρὸς νέος ὁποὺ εἶναι ἄξιος νὰ γιˬατρέψῃ βωβόγ-γεν-νησιμιˬὸν Μεγίστ. Τὸ κουσούρι εὐτὸ εἶναι γ-γεννησιμνιˬὸ ν-dου Κῶς. Ἐννησιμιˬὸ τζ’ εἶναι ’φτὸ dὸ κουσούρι τσῆ ψευτιˬᾶς καὶ τ’ ἀνεκατωμάτου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὅ,τι καλὸ κιˬ ὅ,τι κακὸ φυσικὸ ἔχει κἀνεὶς λένε πὼς εἶναι ’εννησιμιˬό, δὲ bορεῖ νά ’σάσῃ αὐτόθ. Σὰ νά ’τανε ’εννησιμιˬό τζη παιδὶ τ’ ἀγαπᾷ αὐτόθ. Δὲν εἶναι γεννησίμιˬο, τό ’παθε ’πὸ ἀρρώστιˬα Εὔβ. (Βρύσ.) Μάθε λοιπὸν πὼς δὲν εἶμαι μουλάρι γεννησιμιˬὸ καὶ πὼς εἶμαι ἄνθρωπος καὶ κολάζομαι Χίος (Καρδάμ.) Κἄποια ὑπερβολικὰ λεπτὴ γεννησιμιˬά της διακριτικότητα καὶ ἡ ὄχι διαχυτικὴ διάθεση τοῦ Δημήτρη τὴ συγκράτησαν πάντα ἀπὸ τὸ νὰ ἐκφράσῃ τὴν ἐπιθυμία της αὐτὴ ᾿Ι.Δραγούμ., ἔνθ’ ἀν. Τοῦτο τὸ ψάρι δὲν εἶναι ἔτσι ἀπὸ γεννησιμιˬοῦ του Κ.Μπαστ., Ἁλιευτ., 55. Ἤτανε πολὺ ντροπαλὴ ἀπὸ γεννησιμιˬό της Γ.Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 146. Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι γεννησιμιˬό του (γνήσιον τέκνον) Λεξ. Πρω. || Φρ. Ἀπὸ γεννησιμιˬὸ (ἐκ γεννήσεως) Βιθυν. (Κίος) Σέριφ. Ἀπὸ γι’σ’μιˬὸ Λῆμν. Εἶναι γεννησιμιˬόν του Μεγίστ. Τό ’χει γεννησίμιˬο Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἀπὸ γεννησίμιˬο Εὔβ. (Αὐλων.) Ἀπὸ γεννησιμιˬοῦ (ἐνν. ἄρρωστος-κουτσὸς-στραβὸς) Πελοπν. (Βρέσθ. Κορών. Οἰν.) Σῦρ. Κ.Παρορ., Κόκκιν. τράγ., 158-Λεξ. Βυζ. Λεγρ. Πρω. Δημητρ. Συνών. φρ.: Ἀπό γεννῶντα. ‖ Ποίημ. Μ’ αὐτὴ λέγει πὼς ἀπὸ γεννησιμιˬοῦ μέσ’ ’ς τὸν ὕπνο της γυρίζει κιˬ ἄθελά της περπατεῖ Π.Βλαστ., Ἀργώ, 320. Συνών. γεννητᾶτος 2. Συνών. φρ. ἐν λ. γέννηση 1. 2)Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ., τὸ ἐκ γενετῆς ὑπάρχον ἐλάττωμα Δαρδαν. Εὔβ. (Ὄρ.) Θρᾴκ. (᾿Επιβάτ.) Κωνπλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Χίος. Εἶχε ἕνα γεννησιμιˬό του (εἶχε ἓν πάθος, ἐλάττωμα ἐκ γεννήσεως) Κωνπλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/