ἀναμυταλεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμυταλεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

*ἀναμυταλεˬά ἡ, ἀναμουταλέ Α.Κρήτ. ἀνεμουταλεˬὰ Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. *μυταλεˬὰ < μύτι. Πβ. αὐτόθ. Μούταλο₌ρύγχος τοῦ χοίρου.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ χοίρου, βιαία ὤθησις διὰ τοῦ ρύγχους, καὶ γενικώτερον ἐπὶ ἀνθρώπου: Ἤφαγα ’γὼ πολλὲς ἀνεμουταλεˬές ὅσο gαιρό εἴχαμε τὸ gάπρο. Ἔπαιξα του δυˬό τρεῖς ἀναμουταλὲς κ᾿ ἔχασε dὸ gόσμο. Συνών ἀμπωσεˬὰ 1, ἄμπωσι, *ἀμπώσιμο, ἄμπωσμα Α1, ἀμπωσματεˬά, ἀμπωσμός, *ἀναμυταλισεˬά, *ἀναμυτάλισμα, σπρωξεˬά, σπρώξιμο. 2) κτύπημα, ράπισμα: Φύγε, γιˬὰ θὰ σ’ ἀρχίξω τσ᾿ ἀναμουταλές! Συνών. μπάτσος, χαστούκι, χτύπημα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/