γεννησούριˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννησούριˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννησούριˬα τά, Πέλοπν. (Γαργαλ.) γι’σούριˬα Ἤπ. (Πάπιγκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέννηση.
Σημασιολογία
Ἡ γέννησις ἔνθ’ ἀν.: Κἄποια Βλάχα γέ’σι κὶ πῆγαν νὰ φουνάξουν τ’ παππᾶ νὰ τ’ διˬαβάσ’. Πῆι νιˬὰ Βλάχα, στάθ’κι μακρυˬὰ κὶ φώναξι: Ὦ ρὲ παππᾶ! Πᾶρι κε͜ιὸ π’κρεμᾷς ’ς τού λιμὸ κὶ κε͜ιὸ π’ κ’νᾷς κὶ βρουμάει κ’ ἔλα πάν’· ἔχουμι γι’σούριˬα Ἀκαρναν. Εἴχανε καὶ γεννησούριˬα. Γέννησ’ ἡ νύφη τους διπλάριˬα Γαργαλ. || Φρ. Κὶ ’ς τὰ γι’σούριˬα σ’, γαμπρὲ (εὐχὴ εἰς τὸν γαμβρόν, ἵνα ἑορτάσῃ καὶ τὴν γέννησιν τέκνου) Πάπιγκ. Συνών. ἐν λ. γέννα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA