γεννητούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννητούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννητούρι τό, ἀμάρτ. γι’τούρ’ Μακεδ. (Θεσσαλον. Κολινδρ.) ’εννητούρι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γεννατούρι Ἤπ. (Παλάσ.) Πληθ. γεννητούριˬα Ἄνδρ. Βιθυν. (Κίος) Δαρδαν. (Λάμψακ.) Εὔβ. (Κουρ.) Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Νίσυρ. Πελοπν. (Λάλ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Σίφν. Χίος-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Μ.Ἐγκυκλ. Βλαστ. 392 Πρω. Δημητρ.-Γ. Ξενόπ., Πλούσ. καὶ φτωχ., 215 Χ.Χρηστοβασ., Χρον. σκλαβ., 178 Ἰ.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 212, 512. γεν-νητούριˬα Κάρπ. Κάσ. γεννητούιρια Πέλοπν. (Κίτ. Μάν.) γεννητούργιˬα Θηρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) γεννητούρgιˬα Κῶς Μεγίστ. γε’τούριˬα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Τσανδ.) γι’τούριˬα Α.Ρουμελ. (Στενήμ. Φιλιππούπ.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Κυδων. Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Νάουσ.) γι’τούργιˬα Θεσσ. (Δομοκ.) ’εννητούριˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’εν-νητούριˬα Κάρπ. Χάλκ. γεννητοῦρε Τσακων. (Χαβουτσ.) γεννητσούριˬα Ἀντίπαξ. Ζάκ. Ἰθάκ. Παξ.-Λεξ. Δημητρ. γεννητσούργιˬα Βιθυν. (Κατιρλ.) γε’τσούριˬα Ἤπ. (Ἑλληνικ. Χουλιαρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) γι’τσούριˬα Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Ἰωάνν.) Λευκ. γεν-νετούριˬα Πάτμ. γεννετούργιˬα Λειψ. γεννατσούριˬα Κέρκ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Ὀθων γεν-νοτούργιˬα Σύμ. γιˬα’τούρια Ἤπ. (Ἰωάνν.) γεμ’τσούριˬα Ἤπ. γιμ’τσούριˬα Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. ’ιμ’τσούριˬα Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεννητὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούρι. Ὁ τύπ. ὑπὸ τὴν σημ. τοῦ τόπου γεννήσεως καὶ παρὰ Φωσκόλ., Φορτουν., Πρᾶξ. Γ, στ. 292 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ., σ. 104) «Καὶ ἡ ἀφορμὴ ἀποὺ μέ ’καμε ὁλῶν ὀμπρὸς καὶ βγῆκα | ἀποὺ τὰ γεννητούριˬα μου καὶ τὴν πατρίδα ἐφῆκα». Ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1753 ὁ τύπ. γεννητόρι Σκῦρ.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἀρτιγέννητον βρέφος ἢ τὸ νεογνὸν ζῴου συνήθως γάττας Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Κολινδρ.): Θά ’πιφτι τοὺ σκ’πάρ’, θὰ σκότουι τοὺ πιδὶ τοὺ γι’τούρ’ ποὺ θὰ τοὺ βάφτ’ζαν Θεσσαλον. Κλαί’ τοὺ γι’τούρ’ Κολινδρ. Ἐπῆρε τὰ γεννητσούριˬα τῆς γάττας καὶ τὰ πέταξε ’ς τὸ ποτάμι Ζάκ. Συνών. ἐν λ. βυζαλιχτέριν, γεννησιˬαρούδι. β)Τὸ τέκνον Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Σὰ νά ’τονε δὰ κ’ εὐτὸς δικό μου ’εννητούρι, ὅ,τι τοῦ dύχῃ ἐπὰ θ’ ἀράξῃ. Εἶdα καταραμένο ’εννητούρι ἤτονε κιˬ εὐτός! Παλιˬόπαιδο. Συνήθως κατὰ πληθ. 1)Ἡ γέννησις σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Σήμερα εἴχαμε γεννητούριˬα σύνηθ. Ἔχου γεννητοῦρε σάμερ’ (ἔχω γεννητούρια σήμερον) Χαβουτσ. Τοὺ Γινάρ’ ’ς τοὺ στάβλου ἔ’ γι’τούριˬα Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Ἐκαταβάριˬανε ἡ κόρη μας, γεν-νητούριˬα θά ’χωμεν ὅπου κιˬ ἂν εἶναι Νίσυρ. Σήμ-μερον ἔχομεγ γεν-νοτούργιˬα Σύμ. ’Σ τὰ γεννητούριˬα σου ἐγλεdίσαμε Κρήτ. Ὁ Κυρίτσης ’ς τὰ γεννατσούριˬα τσῆ κοπελός του ἦρθε ’ς τὸ χωριὸ Ὀθων. Σήμ-μερις ἔχομεγ γεν-νητούρgιˬα, γέν-νησεν ἡ γαάρα μας τσ’ ἤκαμεν ἕναμ πουλάρι Κῶς. Εἴχαμαν γιˬανν’τούριˬα, πέdι γατσιˬὰ γέ’σι ἡ γάττα μας Ἤπ. (Ἰωάνν.) Λέω πὼς ἑτοιμάζεται ἡ γάττα ’ιˬὰ ’εννητούρια Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πῆγε πάλι ἡ δασκά’σσα νὰ χιριτήσ’ τ’ βασί’σσα γιˬὰ τὰ γι’τούριˬα τ’ βασιλόπ’λου (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. Μοιραῖα παρευρέθηκε ’ς τὰ γεννητούριˬα του καὶ ’ς τὰ βαφτίσιˬα του Γ.Ξενόπ., ἔνθ’ ἀν. Γιˬὰ τὲς μπογάτσες τῶν κανισκιˬῶν τῶν γάμων καὶ τῶν γεννητουριˬῶν Χ.Χριστοβασ., ἔνθ’ ἀν || Φρ. Καλὰ γεννητούριˬα (εὐχὴ πρὸς ἐγκύους γυναῖκας) πολλαχ. Καλὰ γεννητσούργιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Βιθυν. (Κατιρλ.) Συνών. φρ. καλὴ λευτεριˬά. Καὶ ’ς τὰ γεννητσούριˬα σου (εὐχὴ πρὸς νεονύμφους πρὸς ἀπόκτησιν τέκνου) Ἀντίπ. Παξ. Καὶ ’ς τὰ γι’τσούριˬα σ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν.) Καὶ ’ς τὰ γιμ’τσούριˬα σ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’Σ τὰ γεννατσούριˬα σου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Κίμωλ. Ὀθων. ’Σ τὰ γεν-νετούριˬα σας (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πάτμ. Καὶ ’ς τὰ ’εννητούριˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὁ γάμος καλορρίζικος κιˬ ἀποὺ τὰ γεν-νοτούργιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σύμ. Καὶ ’ς τὰ γε’τσούριˬα σας μὲ γιˬὸ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λευκ. ‖ Παροιμ. Μέσ’ ’ς τὰ τόσα dαβαdούριˬα | εἴχαμε gαὶ ’εννησούριˬα (ἐπὶ τῆς συσσωρεύσεως ἀπασχολήσεων) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾌσμ. Πόσου σοῦ πρέπ’ τὸ ξούρισμα, μὲ γε͜ιά σου, μὲ χαρά σου, καὶ ’ς τὰ γι’τσούριˬα σου μὲ γιˬό, νὰ χαίριτ’ ἡ καρδιˬά σου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γύρισε ’δὲ τὴγ καρναλ-λὴμ μὲ τῆς Λαμπρῆς κουλ-λούριˬα, ’ὰ δώκῃ ὁ Θιˬὸς κ’ ἡ Παναγιˬὰ κιˬ ἀποὺ τὰ γεν-νοτούριˬα (καρναλ-λὴ=κορμὸς μικρᾶς ὀρεινῆς πεύκης μετὰ μικρῶν κλώνων ἀπὸ τοὺς ὁποίους κρεμοῦν τὰ κουλλούρια τοῦ Πάσχα) Σύμ.-Ποίημ. κ’ εὔχεται καλορρίζικα κ’ εὔχεται γεννητσούργιˬα Κ.Κρυστάλλ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἐν λ. γέννα 1. 2)Ἡ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεως ἢ ἡ κατὰ τὴν ἑπομένην τελουμένη ἑορτὴ Α.Ρουμελ. (Στενήμ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κρήτ. Κυδων. Πάτμ.-Λεξ. Αἰν. || Φρ. Ὅdας σὶ γέννα ἡ μάννα σου, σ’ ἔκαι γι’τούριˬα; (πρὸς παῖδα καχεκτικὸν καὶ φιλάσθενον) Κυδων. || Παροιμ. Ὅπο͜ιους θέ’ κά’ γάμου κιˬ ὅπο͜ιους θέ’ γι’τούριˬα (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος τὴν οἰκονομικὴν δυνατότητα νὰ διασκεδάζῃ παντοιοτρόπως) Ζαγόρ. 3)Ἡ ἐπίσκεψις εἰς τὸ ἀρτιγέννητον βρέφος Κάρπ. Χίος: Εἶχα γεννητούριˬα (φιλικὰς ἐπισκέψεις εἰς τὸ βρέφος) Χίος. 4)Αἱ διὰ τὸν τοκετὸν φροντίδες, ἡ προετοιμασία ἐνδυμάτων τοῦ βρέφους Θεσσ. (Δομοκ.) Μακεδ. (Νάουσ.): Γι’τούριˬα εἴχαμι πρὶν ἀποὺ τὴ γέννα. Ἱτοιμάζαμι τὰ ροῦχα γιˬὰ τοὺ βρέφους ποὺ δὰ ἰρχόνταν Νάουσ. 5)Τὰ εἰς τὸ νεογνὸν προσφερόμενα ἐνδύματα Ἤπ. (Δωδών.): Πῆγα τὰ γι’τσούριˬα ’ς τ’ ιχώνα τ’ ξαδέρφ’ μ’. 6)Τὰ γεννέθλια δῶρα πρὸς τὸ ἀρτιγέννητον Λυκ. (Λιβύσσ.) 7)Τὰ μετὰ τὸν τοκετὸν προσφερόμενα γλυκύσματα καὶ τρωγάλια εἰς τούς ἐπισκεπτομένους τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Λῆμν. Μεγίστ. Πάτμ. Σύμ. Χάλκ.): Τὰ γεν-νητούρgιˬα εἶναι φιστούκιˬα (κατὰ τὴν γέννησιν προσφέρονται φιστίκια) Μεγίστ. Ὕστερα ἡ μαμμὴ θὰ μοιράσῃ τὰ γε’τούριˬα ’ς τὴ ’τονιˬὰ Σηλυβρ. 8)Τὰ δῶρα τὰ ὁποῖα στέλλει ἡ μήτηρ τοῦ νεογνοῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν νὰ βαπτίσῃ αὐτὸ Θρᾴκ. (Τσανδ.) Συνών. καρτερούλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA