ἀργυρόλαφο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυρόλαφο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργυρόλαφο τό, Μακεδ. (’Αβδέλλ. Σαμαρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. λάφι.

Σημασιολογία

Ὡραία ἔλαφος: ᾌσμ. Νὰ πάρουμι τοὺν Ἔλυμπου μὶ τ’ ἄσπρα τὰ λιθάριˬα, πὄχει ἑξήντα δυˬὸ κουρφές, ᾿βδουμήντα καραούλιˬα, ποῦ βόσκουν τ᾽ ἀργυρόλαφα κὶ προυσκυνοῦν τοὺν ἥλιˬου Ἀβδέλλ. Πέρα καὶ ᾿ς τὸν Ἔλυμπο | βόσκει ἕνα ἀργυρόλαφο κι ὅλο κλαίν τὰ μάτιˬα του, | χύνει δάκρυˬα κόκκινα Σαμαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/