γεννίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεννίστρα ἡ, Ἰκαρ. Πέλοπν. (Μεσσ.) ’εννίστρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίστρα.
Σημασιολογία
1)Ἡ γεννήσασα μήτηρ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾎσμ. Μὰ πο͜ιὰ εἶναι ἡ ’εννίστρα | τοῦ παιδιˬοῦ ἡ καματίστρα (καματίστρα=ἡ τροφός, ἡ κοπιῶσα διὰ τὴν ἀνατροφήν του, ἡ μήτηρ). 2) Τὸ μέρος ὅπου γεννοῦν τὰ ζῷα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ’Σ τὶ ’εννίστρες τῶ ζῶ ’εννοβόλιˬαζαν οἱ μαdάκοι (μαdάκοι=κρότωνες, τσιμπούρια). Συνών. γεννήτρα. 3)Ἡ οἰκία, τὸ δωμάτιον ὅπου τις ἐγεννήθη Ἰκαρ. 4)Ἡ γενέτειρα, ἡ πατρὶς Ἰκαρ. Πέλοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA