βουρκάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρκάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουρκάρι τό, Μέγαρ.-ΔΒουτυρ. Ἐπανάστ. ζῴων ΠΒλαστ. Ἀργὼ 49 καὶ 337-Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ. 374 Πρω.Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρκος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Τόπος βορβορώδης ΠΒλαστ. Ἀργὼ 49-Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. : Βούλησαν ᾿ς τὸ βουρκάρι ΠΒλαστ. Ἀργὼ ἔνθ᾽ ἀν. 2) Βόρβορος Μέγαρ. -ΔΒουτυρ ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Πρω.Δημητρ. : Ἔπεκα 'ς τὸ βουρκάρι τσαὶ λερώθηκα Μέγαρ. Μέρος γεμᾶτο βουρκάριˬα ΔΒουτυρ. ἔνθ. ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κέως Σαλαμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/