βουρκιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρκιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρκιˬάζω Κρήτ. (Βιάνν. Σητ.) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Χίος-Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. βρουκιˬάζω Θήρ. βρουτάζου Λεσβ. βορκιˬάζ-ζω Σύμ. βορτάζω Κύπρ. βροάζω Κύπρ. βρουάζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρκος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Μεταβάλλω τι εἰς βοῦρκον Κύπρ. 2) Μεταδίδω εἴς τι τὴν ὀσμὴν τοῦ βούρκου Κύπρ. : Τοῦτ’ ἡ κούζα βροάζει τὸ νερὸν (κούζα=στάμνα). Καὶ ἀμτβ. ἀποκτῶ τὴν ὀσμὴν τῆς ἰλύος, τοῦ βούρκου, ἐπὶ ὕδατος Κύπρ. Λέσβ. Σύμ. Χίος : Ἐβούρκιˬασαν τὰ νερὰ Χίος Τὸ νερὸ βρουτάζει Λέσβ. Τὸ νερὸν τοῦτον ἔν᾿ πίνεται, γιˬατὶ ἔν᾿ βροασμένον Κύπρ. Β) Ἀμτβ. 1) Καθίσταμαι λασπώδης, βορβορώδης Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. : Ἐβούρκιˬασε ὁ τόπος ἀπὸ τοὶς πολλὲς βροχὲς Λεξ. Δημητρ. β) Εὐρωτιῶ, σήπομαι Θήρ. Κρήτ. (Βιάνν. κ. ἀ.) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Σύμ. : Ἐβόρκιˬασεν τὸ νερὸ Σύμ. ‖ ᾎσμ. 'Σ τὴ βρύσι, ἁπού ᾿πινα νερό, θωρῶ καὶ πίνουν ἄλλοι, ποῦ νὰ βουρκιˬάσῃ τὸ νερὸ καὶ νὰ χαλάσ’ ἡ βρύσι, ποτ᾿ ἄθρωπος νὰ μὴ βρεθῇ νὰ τὴνε καθαρίσῃ Κρήτ. 2) Πληροῦμαι ἀπὸ βρύα Κρήτ. (Σητ.) : Ἐλίμνιˬωσε τὸ χωράφι κ᾽ ἐβούρκιˬασε τὸ σπαρμένο. Ἐβούρκιˬασε τὸ νερὸ ᾿ς τὸ gόλυbο. Πβ. βουρκώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/