ἀργυρομάχαιρον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυρομάχαιρον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυρομάχαιρον τό, Νίσυρ. ἀργυρομάχαιρο Ρόδ. Τῆλ. -Λεξ. Δημητρ. ἀρυρομάαιρο Κάλυμν. ἀρgυρομάαιρον Ρόδ. ἀρκυρομααίριν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρός καὶ τοῦ οὐσ. μαχαίρι. Περὶ τῶν ἐκ παραλλήλου λεγομένων τύπ. εἰς -ι καὶ -ο καὶ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170 κἑξ. 179 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀργυρᾶ μάχαιρα ἔνθ’ ἀν.: ᾊσμ. Βεργολυᾷ τὴν μέσην του καὶ παίζει τό κορμί του, βγάζει τ᾽ ἀργυρομάχαιρον ἀπ’ τ’ ἀργυρό φηκάρι Νίσυρ. Βγάζει τ᾽ ἀρυρομάαιρο ’ποῦ τὴ χρυσῆν του μέση, ᾽ς τόν οὐρανόν τό πέταξε καὶ ’ς τὴ καρτιˬὰ τό δέχτη. Κάλυμν. Σκόπα εἰς τὴν κοξούλ-λαν σου, ἔ’ ἀρκυρόν φηκάριν, μέσα ’ς τ’ ἀρκυροφήκαρον ἔ’ ἀρκυρομααίριν (κοίταζε εἰς τὴν μεσούλλα σου, ὑπάρχει ἀργυρᾶ θήκη κτλ.) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA