ἀργυρομισσεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυρομισσεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργυρομισσεύω ἀμάρτ. ἀργυρουμ’σσεύου Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρός καὶ τοῦ ρ. μισσεύω.
Σημασιολογία
Ἀναχωρῶ, ταξιδεύω ἐπ᾿ αἰσίοις οἰωνοῖς καὶ μὲ χρηστὰς ἐλπίδας: ᾎσμ. Ὅταν ἀργυρουμίσσιψις, πουλιτικέ, μ᾽ ἀέρα, ἀνθρώπου δὲν οὑμίλησα, δὲν εἶπα καλημέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA