βοῦρκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοῦρκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βοῦρκος ὁ, κοιν. βοῦρκους βόρ. ἰδιώμ. βοῦρκο Τσακων. βόρκος Κύπρ. Ρόδ. βοῦλκος Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Ἰθάκ. Κύθηρ. Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.)-Λεξ. Βλαστ. 374 Πρω. Δημητρ. βούλικος Θρᾴκ. (Μυριόφ.) βοῦρκον τό, Πόντ. (Χαλδ.) βοῦρκο Εὔβ. (Ὄρ.) Κύθηρ. βοῦλκο Κύθηρ. βούλουκο Ζάκ. βροῦκο Λεξ. Μπριγκ. βοῦρκος Ἀμοργ. βουρκὸς Ζάκ. φουρκὸ Εὔβ. βούρκα ἡ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πόντ. (Χαλδ.) Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. βρούκα Θήρ. Μεγίστ. βόρκα Μεγίστ. Πληθ. βούρκα τά, Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Σῦρος Χίος-ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 200 βουρκὰ Ζάκ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.)-ΡΔημητρ. Κτηνοτρόφ. 51 βόρκα Κῶς βοῦλκα Πελοπν. (Σουδεν.).
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βοῦρκος, ὅπερ πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. *βρὺξ αἰτιατ. βρύχα=πυθμὴν θαλάσσης. Καὶ οἱ τύποι βοῦλκος καὶ βοῦρκον μεσν. Πβ. Φλώρ. καὶ Πλάτζια Φλώρ. στ. 1347 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 304) «τὸ νερὸν... | θολώνεται, ταράσσεται καὶ γίνεται ὡς βοῦλκος» καὶ Περὶ γέρ. στ. 26 (ἔκδ. GWagner σ. 107) «νὰ τοὺς ἰδῶ νὰ κολυμποῦν σὲ βοῦρκα σὰν οἱ χοῖροι».
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Ἡ ἰλὺς τοῦ πυθμένος θαλάσσης ἢ λίμνης ὀσμηρὰ ἐνίοτε σύνηθ. : Ψάριˬα τοῦ βούρκου. Οἱ κέφαλοι εἷναι γεμᾶτοι βοῦρκο. Τὸ ψάρι μυρίζει βοῦρκο. Ἡ φαγάνα βγάζει ἀπὸ τὸ λιμάνι βοῦρκο. Τὸ κρασὶ-τὸ λάδι ἄφησε πολὺ βοῦρκο. β) Βόρβορος κοιν. καὶ Πόντ.(Χαλδ.) Τσακων. : Τὸ γουρούνι κυλε͜ιέται ᾿ς τὸ βοῦρκο. Ἔπεσε σὲ βοῦρκο κ᾿ ἔγινε σύχριστος σύνηθ. || Φρ. Ἔπεσε ’ς τὸ βοῦρκο (ἀπέτυχεν εἰς τὴν προσπάθειάν του). Κυλε͜ιέται ᾽ς τὸ βοῦρκο (εὑρίσκεται εἰς μεγάλην ἠθικὴν διαφθορὰν) πολλαχ. ‖ Παροιμ. Κι ἄν’ ἂν πάγω κρεμὸς καὶ κὰ ἂν πάγω βοῦρκον (μεταξὺ δύο κακῶν) Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. ἀνωτέρω Περὶ γέρ. στ. 26). γ) Δυσώδης ὀχετὸς κοιν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπον Βοῦρκος Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. Πελοπν. Βοῦρκος τό, Ἀμοργ. Βοῦρκους Ἴμβρ. Βοῦλκους Λῆμν. Βουρκὸς Πελοπν. (Γερμ. Μάν.) Βούρκα ἡ, Πελοπν. Βοῦρ’ οἱ, Λέσβ. Βόρκα τά, Κῶς. Καὶ ὡς ἐπών. Βοῦρκος Κάρπ. δ) Ὕδωρ θολὸν καὶ βορβορῶδες πολλαχ. καὶ Τσακων.: Βόρκος τρέει τὸ ποτάμι Ρόδ. Τοὺ νιρὸ εἶναι βοῦρκους Μακεδ. (Βογατσ.) Τὸ ὕω ἔνι βοῦρκο (ὕω=ὕδωρ) Τσακων. 2) Τὸ φυτὸν βρύον Κρήτ. (Σητ.) : Ἐγέμισε βοῦρκες τὸ νερό. 3) Ξύλινον ὑδροδοχεῖον Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Β) Ἐπιθετικ. 1) Θολὸς Εὔβ. : ᾎσμ. Τὶ τὸ ποτάμι εἶναι φουρκό, θολὸ καὶ φουρκωμένο, φέρνει λιθάριˬα ριζιμα͜ία, πέτρες ξερριζωμένες. 2) Ἑλώδης καὶ διὰ τοῦτο εὔφορος Ζάκ. κ. ἀ. : ᾎσμ. Καιρὸς ἦρθε, μωρὲ, ἀδρεφέ, καιρὸς νὰ χωριστοῦμε, ἀπὸ τοὶς ἄκρες πᾶρ’ ἐσὺ κιˬ ἀπὸ τὰ παλα͜ιοξούριˬα κιˬ ὅθε βουρκὰ καὶ καρπερὰ 'ς τὸ μέρος τὸ δικό μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA