ἄφωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄφωτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀνέφωτος ΚΚαραβίδ. ἐν ᾽Ανθολ. Η 'Αποστολίδ. 141.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. φῶς. Παρ’ Εὐσταθ. 968,48 ἄφως-ωτος.
Σημασιολογία
1) Σκοτεινὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἄφωτο ὑπόγειο. Ἄφωτη αὐλὴ - νύχτα κττ. Πολλαχ. 2) Ὁ μὴ βλέπων, τυφλὸς ΙΠολέμ. Παλ. βιολ.4 106: Ἄφωτα μάτιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA