βούρκωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούρκωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούρκωμα τό, σύνηθ. βούρκουμα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουρκώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἡ διὰ βορβόρου ἢ ἰλύος ρύπανσις πολλαχ. 2) Ἡ θόλωσις τοῦ ὕδατος πολλαχ. Β) Μεταφ. 1) Ἡ θόλωσις τοῦ οὐρανοῦ πολλαχ. : Πολὺ βούρκωμα ἔχει ἀπόψε ὁ οὐρανὸς καὶ θαρῶ πῶς θὰ βρέξῃ Λεξ. Δημητρ. Συνών. συννέφιˬασμα. 2) Ἡ ὕγρανσις, ἡ πλήρωσις τῶν ὀφθαλμῶν μὲ δάκρυα σύνηθ : Τὸ βούρκωμα τῶν ματιˬῶν σύνηθ. Στραβώθ’κα ἀπ᾿ τοὺ βούρκουμα (τὰ μάτια μου ἐγέμισαν δάκρυα, ὥστε δὲν βλέπω) Στερελλ. (Ἀράχ.) Τοὺ βούρκουμα τ’ ματιῶν τ’ς δείχ’ πῶς θέ’ νὰ κλάψ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) 3) Συγκίνησις Ἤπ. –Λεξ. Αἰν. 4) Στενοχωρία Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/