ἀργυροπρόσωπο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροπρόσωπο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροπρόσωπο τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. πρόσωπο.
Σημασιολογία
Πρόσωπον ὡραῖον λάμπον ὡς ὁ ἄργυρος: ᾎσμ. Κιˬ ἀπῆτις ἤπιˬε τὸ gαβέ, ἤπιˬε καὶ τὸ gαπνό του, καὶ στέκοντας τὸ γδάρανε τ᾿ ἀργυροπρόσωπό του κιˬ ὁdὲ τὸν ἐπογδέρνανε εἰς τὴ δεξιˬά dου χέρα ἤπαιρνε τοῦ βεζύρ’ ὁ γιˬὸς τὴ μιˬά dου θυγατέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA