βούρλιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούρλιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούρλιˬασμα τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Καλοσκ κ.ἀ.) μπούρλιˬασμα Πελοπν. (Καλάμ.) bούρλιˬασμα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Κρήτ. (Σητ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουρλιˬάζω. Ὁ τύπ. μπούρλιˬασμα καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Διαπέρασις πράγματός τινος εἰς βοῦρλον ἢ εἰς νῆμα, ὁρμαθιασμὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) 2) Διαπέρασις δι᾿ ὀξέος ὀργάνου, λογχισμὸς Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) 3) Διαπέρασις τῶν κλωστῶν τοῦ στημονίου διὰ τῶν μιταρίων καὶ διὰ τοῦ κτενίου Α.Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Ἴμβρ. Πελοπν. (Καλάμ.) Συνών. βελόνιˬασμα Α 2, μίτωμα. 4) Πρόχειρος καὶ χαλαρὰ ὡς διὰ βούρλων ραφή, ἐπιδιόρθωσις πράγματός τινος Κρήτ. (Σητ.) : Μὲ τὸ bούρλιˬασμ’ ἁποὺ τοῦ 'καμα θὰ βαστάξῃ νὰ τσοὶ κουβαλήσωμε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/