γεννολογητὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννολογητὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεννολογητὴς ὁ, ἀμάρτ. γεν-νολοητὴς Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεννολογῶ.
Σημασιολογία
Ὁ Ἰανουάριος, διότι κατὰ τοῦτον γεννοῦν τὰ αἰγοπρόβατα: Φρ. Γεν-νάρης γεν-νολοητής, Φλεβάρης τυροκόμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA