γέννος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέννος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γέννος ὁ, Ἤπ. (Δίβρ. Μαργαρ. Μέγα Περιστ.) Καστ. Πελοπν. (Μεσσ.)-Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα 2, 50. Χ.Χρηστοβασίλ., Διηγ. στάνης, 4 Χρόν. σκλαβ., 77-Λεξ. Βλαστ. 289, Δημητρ. γέννους Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἁγία Ἅνν. Στρόπον.) Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ.) Θεσσ. (Ἀνατολ.) Μακεδ. (Βογατσ. Βόιον Νάουσ.) Σκόπ. Στερελλ. (Ἀστακ. Αἰτωλ. Ἀχυρ. Γαρδίκ.) γιˬάννους Θεσσ. (Ἀργιθ.) ’ίννους Μακεδ. (Γαλατ.) γέννους ἡ, Μακεδ. (Δεσκάτ.) γέννος τὸ Εὔβ. (Βρύσ.) γέννους Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ.

Σημασιολογία

1)Γέννα 1, ὅ ἰδ., Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ. Στρόπον.) Ἤπ. (Δωδών. Μαργαρ.) Θεσσ. (Ἀργιθ.) Μακεδ. (Γαλατ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀστακ. Ἀχυρ. Γαρδίκ.)-Κ.Κρυστάλλ., ἔνθ’ ἀν. Χ.Χρηστοβασίλ., Διηγ. στάνης, 4: Εἶχι καλὸ γέννου ἡ κουπέλα Ἀχυρ. Εἴχαι καλὸ γέννου τὰ ζωντανὰ φέτου αὐτόθ. Οὑ μάρκαλους θὰ φέρ’ τοὺ γέννου, οὑ γέννους τοὺ γάλα, τοὺ γάλα τοὺ τ’ρὶ Αἰτωλ. Ἄρχισ’ οὑ γέννους ἀπὸ δέκα μέρις αὐτόθ. Ἦταν ἀχαμνὰ τὰ γίδια, δὲν π’δήθ’καν ’ς τοὺν κιρὸ τ’ς κιˬ οὐψίμ’σαν ’ς τοὺ γέννου Στρόπον. Ἀκόμα δὲν ἀρχίν’τσι οὑ γέννους, δὲν ἔφαγα κ’λιˬάστρα Δωδών. Μεθαύριˬο θὰ πιˬάσουνε γέννος τὰ ζᾶ, θέλουνε κουμάντος (κουμάντος=ἐπιμελημένη παρακολούθησις καὶ διατροφὴ) Βρύσ. Κόντεψι νὰ μ’ ψοφήσ’ ἡ γίδα μ’ ’ς τοὺ γέννου, γιατὶ τ’ς βγῆκ’ ἡ μήτρα τ’ς ὄξου Κουκούλ. Ἰφιˬάτου εἴχαμαν πρώιμου γιˬάννου (ἰφιˬάτου=ἐφέτος) Ἀργιθ. Ἀπὸ πέντε γεννοῦ κιˬ πάν’ δὲ μπορεῖς νὰ πῇς τὰ χρόνιˬα τ’ς Ἁγία Ἄνν. Οὑ γέννους τ’ς ἤται παραπάν’ ἀποὺ καλὸς Ἄχυρ. Πιˬάκαι οἱ κόττις γέννους Κουκούλ. -Εἶχε ἀρχίσει ὁ γέννος τῶν προβάτων μας Χ.Χρηστοβασίλ., ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Καλὸς ’έννους (καλὴ χρονιά, καλὴ ἀπόδοσις, δὲν ἐψόφησαν τὰ γεννηθέντα ζῷα) Γαλατ. || Ποίημ. Συμμαζωγμέν’ οἱ πιστικοὶ ξενύχτιζαν ’ς τὸ γέννο, κ’ εἶχαν τὸ γέννον ὄψιμον, κ’ ἦταν μεγάλη ἡ στάνη Κ.Κρυστάλλ., ἔνθ’ ἀν. β)Ὁ τόκος τῶν χρημάτων Χ.Χρηστοβασίλ., Χρόν. σκλαβ., 77: Τί γέννο πὄχουν ἐκεῖνα τὰ χίλιˬα γρόσιˬα ἀπανωθιˬὸ σὲ πέντε χρόνια! 2)Ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν γεννοῦν τὰ αἰγοπρόβατα Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Μέγα Περιστ.) Θεσσ. (Ἀνατολ. Ἀργιθ.) Καστ. Μακεδ. (Βογατσ. Βόιον Δεσκάτ. Νάουσ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Δεσφ.)-Λεξ. Βλαστ. 289 Δημητρ.: Ἔφτασε πιˬὰ κιˬ ὁ γέννος Μεσσ. Μὶ τὰ πουλλὰ τὰ χιˬόνιˬα ἦρθ’ οὑ γέννους Αἰτωλ. Τώρα πᾶμι ’ς τοὺ γέννου. Οὕλα μαζὶ τὰ πρόβατα πουτὲ δὲ γιννᾶι αὐτόθ. Ἔχουν πηδηθῆ τὰ πρόβατα, ἔρχεται ὁ γέννος μεθαύριο, γεννᾶνε τὰ ζωντανὰ Καστ. Ἔπιˬασι κρύου κ’ εἶι κακὸ γιˬὰ τὰ γίδια, οὐπάν’ ’ς τοὺ γέννου Βογατσ. Θὰ μποῦι ’ς τοὺ γέννου (θὰ ἀρχίσουν τὰ γιδοπρόβατα νὰ γεννοῦν) Ἁλόνν. Σκόπ. ‖ Φρ. Κιρούσικους γέννους (ἐποχὴ καθ’ ἣν πολλὰ γιδοπρόβατα γεννοῦν συγχρόνως) Στερελλ. Καιρούσικος γέννος (ὁμοίᾳ τῇ προηγουμένῃ) Λεξ. Βλαστ. 289. 3)Τὸ γεννηθὲν Ἤπ. Συνών. γεννούδι. 4)Ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ αἰδοίου τῶν αἰγοπροβάτων Ἤπ. (Δίβρ.) Μακεδ. (Γαλατ. Καταφύγ.): Οὑ ’ίννους τ’ς προυβατίνας Γαλατ. Ὁ λύκος ἔκοψε δύο τρία πρόβατα. Τά ’σκισε. Τὰ ’χε πιˬάσει ἀπὸ τὸ μαστάρι. ᾽Εδῶ πίσω ἀπὸ τὸ γέννο τοῦ ’χε βγάλει τ’ ἄντερά ὄξω Δίβρ. Συνών. γέννα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/