γεννοτροφῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννοτροφῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεννοτροφῶ Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ρ. γεννῶ καὶ τρέφω.
Σημασιολογία
Αὐξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι: Γεννοτροφήσανε τὰ πράματα (ἐπολλαπλασιάσθησαν τὰ βοσκήματα, τὰ ζῷα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA