βουρλισμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρλισμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουρλισμάρα ἡ, (Ἐθν. Ἀγωγ 2, 156.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούρλισμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρα, περὶ ἧς ἰδ. -άρος.
Σημασιολογία
Βούρλισμα 3, ὃ ἰδ. : ᾎσμ. Τήρα μὴν κάνῃς ξάμηνο, τήρα μὴν κάνῃς χρόνο, γιˬατὶ τὸ ξάμηνο εἶν’ πολὺ κιˬ ὁ χρόνος βουρλισμάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA