βουρλισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρλισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουρλισμὸς ὁ Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουρλίζω.
Σημασιολογία
Βούρλισμα 4 : Φρ. Εἶναι βουρλισμός! (ἐπὶ ὡραίου, θαυμασίου προσώπου ἤ πράγματος, ὅπερ δηλαδὴ δύναται νὰ προξενήση τρέλλαν, συνών. φράσ. εἶναι τρέλλα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA