γενομούστακο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενομούστακο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γενομούστακο τό, Πελοπν. (Κόρινθ.) ᾽ενομούστακο Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γένι καὶ μουστάκι.
Σημασιολογία
1) Μύσταξ ἡνωμένος μετὰ τοῦ γενείου κατ’ ἀμφοτέρας τὰς παρειὰς εἰς τρόπον ὥστε νὰ φαίνεται εἷς συνεχὴς καὶ μέγας Κόρινθ. 2) Ὁ μύσταξ καὶ τὸ γένειον ὡς μία ἑνότης συνήθως κατὰ πληθ. ’Απύρανθ.: Θ’ ἀρχέψῃ νὰ βγάνῃ ᾿ενομούστακα τὸ Νικοάκι. Ὁ Φραgούλης εἶναι ᾿ενομουστακᾶτος, ποὺ τώρα δὲ dὰ συνηθοῦν οἱ νιˬοὶ τὰ ’ενομούστακα. Δὲ φεοῦ gαθόου τὰ ’ενομούστακά dου κ’ εὐτηνοῦ. Σὰν ἀχινὸς εἶναι τὸ ρημάδι, τὸ ’ενομούστακό dου! ὑπὸ μορφὴν ἀστειότητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA