βοῦρλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοῦρλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βοῦρλος ὁ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λάστ. κ. ἀ.) βοῦρλους Θεσσ. Μακεδ. σβοῦρλος Πελοπν. (Ὀλυμπ.) βουρλὸς Ἤπ. Μακεδ. κ. ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 399.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουρλίζω. Ὁ τύπ. σβοῦρλος καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τονισμὸς τοῦ ἐπιθ. βουρλὸς κατὰ τὸ μουρλός, τρελλὸς κττ.

Σημασιολογία

Α) Οὐσ. 1) Ἡ ζάλη, ἡ τρέλλα τῶν προβάτων Ἤπ. Μακεδ. 2) Τὸ ἔντομον χρυσοκάνθαρος, χρυσόμυιγα Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λάστ. Ὀλυμπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βούρλισμα 6. Β) Ἐπιθετικ. 1) Ἐπὶ χορτοφάγων ζῴων, ἰδίᾳ προβάτων, ὁ πάσχων ἀπὸ τὴν νόσον βούρλαν ὑπολαμβανομένην ὡς μανίαν Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. : Πρόβατου βοῦρλου Θεσσ. Μακεδ. : Ἀρνὶ βουρλὸ Ἤπ. 2) Ἀνόητος, μωρός, τρελλὸς ἐπίθ. Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ.-Λεξ. Βλαστ. ἔνθ. ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Βοῦρλος Ἰων. (Κρήν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/