γένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γένος τό, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Καππ. Σίλ.) Κύπρ. Πελοπν. (Γέρμ. Γορτυν. Κίτ. Λεντεκ. Μάν.) Πόντ. (Νικόπ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος (’Εγρηγόρ.) γένους Καππ. (Σίλ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) γένο ᾿Απουλ. (Καλὴμ. Στερνατ. Τσολλῖν.) gένο ᾿Απουλ. (Καστριν. Μαρτᾶν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) κένο ᾿Απουλ. (Κοριλ.) ᾽ένος Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γένος.
Σημασιολογία
1) Τὸ σύνολον τῶν ἐξ αἵματος συγγενῶν, ἡ γενιˬὰ λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. ᾿Απουλ. (Καλημ. Κοριλ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καππ. (Σίλ.) Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Γέρμ. Γορτυν. Κίτ. Λεντεκ. Μάν.) Πόντ. (Νικόπ. Τραπ. Χαλδ.) Σάμ. Χίος (᾽Εγρηγόρ.): Ἕλκει τὸ γένος ἀπὸ τοὺς δεῖν λόγ. κοιν. Ποῦθε εἶναι τὸ γένος σου, τὸ σειρολόι σου; Γορτυν. Ἔχω γένος καὶ πεθερικὸ Γέρμ. Εἴμαστι ἕνα γένους (συγγενεῖς) Σάμ. Γένο μου καὶ πεθερικὸ Κίτ. Μάν. Τὸ γένο τοῦ ἀπεταμ-μένου ἰνdύν-νουτ-ται ὅλοι ἐς μαῦρα (οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου ντύνονται ὅλοι ’ς τὰ μαῦρα) Στερνατ. Εἴσεστα γένο; (εἶσθε συγγενεῖς;) Τσολλῖν. ᾿Ανάθεμα νά ᾽χῃ τοῦ κακοθάνατου τὸ ᾽ένος τσῆ ᾿ενιˬᾶς του ’Απύρανθ. || ᾌσμ. Μάστορα, πρωτομάστορα, μάστορα τοὺς μαστόρους, ἂμ μὲβ βάλῃς ’ποὺ τὸ γένος σου, γιˬοφύριν, ᾿ὲν ἰ-χτίζεις Κύπρ. Πές μου, νὰ ζήσῃς, ὄμορφη, ἀπό ’dα ᾽ένος εἶσαι; ’Απύρανθ. ᾿Εστάθην κιˬ ἀνηρώτησα ἀπὸ πο͜ιὸ γένους ἔνι Σίλ. Σὰν πού ’ν’ ὁ πρῖνος δασωτὸς κι ὁ πεῦκος φουντωμένος, ἔτσ’ εἶν’ ἡ νύφη κιˬ ὁ γαμπρὸς ἀπὸ μεγάλο γένος ’Εγρηγόρ. β) Ἡ εὐγενής, ἡ ἐπίσημος οἰκογένεια ἤ γενιˬὰ Θρᾴκ (Σηλυβρ.) -Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ.: Ἤτανε ἀπὸ γένος Σηλυβρ. ᾽Απὸ παρακατιανὸ γένος Λεξ. Βυζ. || Γνωμ. Ἄνθρωπ’ ἀπὸ γένος καὶ σκύλλ’ ἀπὸ μάντρα (προκειμένου περὶ ἐπιλογῆς ἀνθρώπων ἢ ζῴων πρέπει νὰ ἐξετάζεται ἡ καλὴ καταγωγὴ αὐτῶν) Σηλυβρ. 2) Σύνολον πολλῶν ἀτόμων ἀνεξαρτὴτως συγγενείας, πλῆθος ἀνθρώπων, κόσμος πολὺς ᾿Απουλ. (Καλημ. Κοριλ.) Καλαβρ. (Μπόβ.): Πόσον gένο! (τί πλῆθος!) Ὁ βράυ ἔμεινε λίο πλέον βράυ νὰ μὴτ τὴν dῇ ὁ γένο Καλημ. Ὅλο τὸ γένο νὰ γιˬουρίσῃ φίδιˬα τζαὶ ὅλα πάνου σὲ μένα, τὶ ’ὲμ μουτέω (ὅλος ὁ κόσμος νὰ γίνῃ φίδια καὶ νὰ ὁρμήσουν ἐναντίον μου, ποτέ μου δὲν ἀλλάζω) αὐτόθ. Ἡ κελώνα ὅτ-τε τωρεῖ κένο, ἰgρυβύν-νεται (ἡ χελώνα, ὅταν θωρῇ ἀνθρώπους, κρύπτεται) Κοριλ. ΙΙ Φρ. ᾿Εν γένει (γενικῶς) λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Ἤπ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Ἡ κατάστασις ἐν γένει δὲν εἶναι καλὴ λόγ. καὶ κοιν. || ᾌσμ. Ὅλοι καλῶς ὡρίσατε, | ὅλοι ἐν γένει καὶ κοινῶς γιˬὰ δὲ bοροῦ ὀνομαστικῶς. (ἐκ μοιρολ.) Κίτ. ᾿Ατ᾽ τὲ στράτ-τες ’ὲν ἤσωζε διˬαβῇ πόσο τὸ γένο ποὺ ’ς πᾶσα μερέα ταὶ ὅλοι κλαίανε γιˬ᾿ ἀγάπη τῆ τείνη (ἐκ μοιρολ.) Καλημ. 3) Ἡ φυλή, τὸ ἔθνος, προκειμένου περὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους κυρίως λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. ’Απουλ. (Καλημ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ.): Οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους. Οἱ εὐεργέται τοῦ Γένους. Αἱ συμφοραὶ τοῦ Γένους. Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ λόγ. κοιν. Ἄς φύῃ ἀκόμα ἕνας καλούερους διˬὰ τοῦ γένους (ἄς ἀποθάνῃ ἀκόμη ἕνας καλόγηρος διὰ τὸ Γένος, διὰ τὸ ἔθνος, διὰ τὴν πατρίδα) Λιβύσσ. Φύαε, Χριστέ μου, τὸ ’ένος τῶν Χριστιˬανῶ ’Απύρανθ. ’Εβὼ ’ς ἕνα περίοδο ἔτ-τασα νά dῶ οὕλο τὸ Γένο τὸ gρίκο (ἐγὼ εἰς μίαν χρονικὴν περίοδον, κἄποτε, ἔφθασα-κατώρθωσα-νὰ ἰδῶ ὅλο τὸ γένος τῶν Ἑλληνοφώνων) Καλημ. 4) Τὸ φῦλον, ἡ διάκρισις τῶν ζῴων καὶ φυτῶν εἰς ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, τὸ φυσικὸν γένος λόγ κοιν.: Κὶ ᾽ντὰ τά ’φιραν τὰ βαρβᾱτα, ’χίρσαν τὰ πιγνίδιˬα μὶ τοὺ θηλ’κὸ τοῦ γένους (’χίρσαν=ἀρχίσαν) Μακεδ. (Γαλατ.) β) Ἡ δι’ ἰδιαιτέρων καταλήξεων διάκρισις τῶν ὀνομάτων εἰς ἀρσενικά, θηλυκὰ καὶ οὐδέτερα, τὸ γραμματικὸν γένος λόγ. κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA