βοῦρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοῦρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βοῦρος ὁ, Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) Ρόδ. (Ἀφάντ. κ.ἀ.)-Λεξ. Αἰν. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 431 βοῦρους Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βωρεύς. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 1 (1941) 18.
Σημασιολογία
Εἶδος ἰχθύος, ὁ ὁποῖος τρώγεται συνήθως καπνιστὸς ἢ ἁλίπαστος ἔνθ. ἀν. : Παροιμ. Οὕλ-λdον τὸν βοῦρον ἐφάμεν τον κ᾽ ἡ νουρὰ νὰ μᾶς ᾿ποσταθῇ θέλει; (ἐπὶ τῶν ἀποκαμνόντων ὀλίγον πρὸ τοῦ τέλους τῆς ἐργασίας των) Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA