βούρτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούρτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βούρτσα ἡ, κοιν. βούρτα Ἤπ. (Πρέβ.) Καππ. (Ἀραβάν.) φούρτσα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σηλυβρ. Κρήτ. (Σέλιν. κ. ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. Μέγαρ. Ναύστ. κ.ἀ., φούρτα Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) φούρσα Ναύστ. βρούτσα Ἄνδρ. Θήρ. Κυδων. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέγαρ. Μεγίστ. Σύμ. Χίος -Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. φρούτσα Κύπρ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. βούρσα Ἀθῆν. Πελοπν. (Μεσσ.) -Λεξ. Βλαστ. 420 βρούσα Μύκ. σβούρτσα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Μάν.) βούσα Ἀθῆν.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ ἀμάρτ. μεσν. οὐσ. βούρτσα πιστοποιούμενον ὑπὸ τοῦ μεσν. παρὰ Δουκ. ρ. βουρτσίζειν Πβ. καὶ GMeyer Neugr. Stud. 4,20.
Σημασιολογία
1) Ψήκτρα ἐνδυμάτων, ὑποδημάτων, ὀδόντων κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.): Γένε͜ια–μαλλιὰ-μουστάκιˬα σὰ βούρτσα (σκληρὰ καὶ ἀνωρθωμένα) κοιν. || Φρ. Κάνω τὰ μαλλιˬά μου βούρτσα (τὰ κτενίζω πρὸς τὰ ἄνω) πολλαχ. ‖ Παροιμ. Ἄντρα, βούρσα, κόπανο, Μεγάλη Πέφτη ἔφτασε (ἐπὶ νωθρᾶς γυναικὸς ἐπιλαμβανομένης ἔργου πολὺ ἀργά, ἐπιδεικνυούσης δὲ παράκαιρον καὶ ἀνωφελῆ ζῆλον) Μεσσ. Ἔρχετ’ ἡ Μεγάλη Πέφτη, τρέχα βούρτσα καὶ λανάρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. 2) Χρωστὴρ κοιν. : Ἦρθε ὁ μπογιˬατζῆς μὲ τοὶς βοῦρτσες καὶ τὰ πιννέλλα του Λεξ. Δημητρ. Βούρτσα τοῦ λαδιοῦ-τοῦ χρυσώματος-τοῦ βερνικιˬοῦ Ναύστ. 3) Δέσμη οἷον χόρτων κττ. Σύμ. β) Ἐν τῇ συνθημ. γλώσσῃ τὸ γένειον Θρᾴκ. (Ὀρτάκ.) 4) Ξύλον μὲ τὸ ὁποῖον κτυποῦν τὸ γάλα πρὸς ἀφαίρεσιν τοῦ βουτύρου Ἤπ. (Πρέβ. κ. ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Κλών.) -Λεξ. Πρω.Δημητρ. β) Δοχεῖον ἐντὸς τοῦ ὁποίου κτυποῦν τὸ γάλα πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου Ἤπ. (Πρέβ.) Λευκ. Στερλλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοπ. Κλών.)-Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 287: Τοὺ γάλα τοὺ κουπανᾶν’ς τ’ βούρτσα μὶ τοὺ βουρ τσόξ’λου Αἰτωλ. Συνών. βουτυρίτσα 1. 5) Τὸ ζῷον ἀσβὸς Λεξ. Βλαστ. 420. 6) Παιδιὰ καθ᾿ ἣν παῖκται ἱστάμενοι ὄρθιοι εἰς στενότατον κύκλον διαβιβάζουν ὄπισθέν των βούρτσαν καὶ ὁ κρατῶν ἑκάστοτε αὐτὴν ἐπιχειρεῖ εἰς κατάλληλον στιγμὴν νὰ κτυπήσῃ διὰ ταύτης τὴν ράχιν τοῦ ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν ἱσταμένου, χωρὶς οὗτος νὰ προφθάσῃ νὰ συλλάβῃ τὸν κρατοῦντα. Ἐὰν οὗτος συλληφθῇ, ἀντικαθιστᾷ τὸν ἱστάμενον εἰς τὸ μέσον καὶ οὕτω συνεχίζεται ἡ παιδιὰ Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA