γερακήσιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακήσιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Έπίθετο

Τυπολογία

γερακήσιˬος ἐπίθ. πολλαχ. γιρακήους Ἤπ. (Ζαγόρ.) γερακήχιˬος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γερακήτσος Εὔβ. (Κουρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράκι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ήσιˬος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων ἢ προερχόμενος ἐξ ἱέρακος πολλαχ.: Γιρακήου φτιρὸ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἦτα τὸ περιβόλι γιˬομᾶτο πούbουλα γερακήχιˬα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τὸ φτερὸ ἔναι μεγάλο σὰ γερακήχιˬο αὐτόθ. 2) Ὁ ὅμοιος πρὸς ἱέρακα πολλαχ.: Ἔχει μάτι γερακήχιˬο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔχ᾿ κἄτ’ νύχιˬα γιρακήσιˬα Εὔβ. (Ἄκρ.) || Ποίημ. Μὲ φρύδια σὰν κληματαριˬές, ποὺ κάτωθέ των λάμπει τὸ γερακήσιˬο μάτι του, ποὺ ἀνεμοζάλες τόσες ἀντίκρυσεν ἀτρόμητο. τὸν ἔχετε γνωρίσει; ᾿Α.Προβελέγγ., Ποιήμ. Διπλ. Ζωή, 142.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/