ἀργυρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργυρώνω ΓΜαρκορ. ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 233 -Λεξ. Βλαστ. Μετοχ. ἀργυρωμένος Καππ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀργυρῶ.
Σημασιολογία
1) Ἐπικαλύπτω δι᾽ ἀργύρου, ἐπαργυρώνω Λεξ. Βλαστ. Μετοχ.= ὁ ἐπαργυρωμένος Καππ.: ᾎσμ. Τὰ βούδιˬα εἶναι χρυσόκερα, | τ᾿ ἀλέτρι ἔχει μαργαριτάρι, τὸ ζυγό του ἀργυρωμένο, | τὰ ζευλία χρυσόκερα, τὸ ζευτήρι μαῦρο μετάξι. 2) Κάμνω τι στιλπνὸν ὡς ὁ ἄργυρος ΓΜαρκορ. ἔνθ' ἀν.: Ποίημ. Ἡ θάλασσα γελάει, τὴν ἀργυρώνει τὸ φεγγάρι ποῦ πάει κατὰ τὴ δύσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA