γερακιˬανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερακιˬανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γερακιˬανὸς ἐπίθ. Κρητ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράκι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬανός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ὀφθαλμούς φαιοπρασίνους καὶ ζωηροὺς ὡς τοῦ ἱεράκος Κρήτ.: Γερακιˬανά μάθιˬα ’χει ο ἄdρας μου || ᾎσμ. Γιὰ μαῦρα μάθιˬα χάνομαι, γιˬὰ γαλανὰ ’ποθαίνω, κιˬ ἂ bῇς γιˬὰ τὰ γερακιˬανὰ σκίζω τὴ γῆς καὶ bαίνω. Συνών. γερακᾶτος, γερακιˬός 2) Ὁ καμπύλος ὡς τὸ ράμφος τοῦ ἱέρακος Λεξ. Δημητρ. Συνών. γερακᾶτος 1. 3) Ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Γεράκι καταγόμενος Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA