βοῦς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοῦς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βοῦς ὁ, Θάσ. Θήρ. Ἰκαρ. Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ. ἀ) Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος (Καρδάμ. κ. ἀ.) βοῦ Τσακων. βὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βούα Καλαβρ. (Μπόβ.) βοῦς ἡ, Χίος βούα ἡ, Καλαβρ. (Μπόβ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βοῦς.
Σημασιολογία
Τὸ ζῷον βόιˬδι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Φρ. Δίκερος εἶναι ὁ βός, ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς Ἀπύρανθ. Καματερὲ βοῦ (ἐπὶ ἀόκνων) Τσακων. Θαρεῖ πῶς τοῦ ’φαγαν τὸν βοῦν του (ἐπὶ τοῦ λίαν ἐχθρικῶς διακειμένου) Κάρπ. Ἔχει τὸν βοῦν μέσα της (ἐπὶ κακῆς καὶ διεφθαρμένης γυναικὸς) Ρόδ. || Παροιμ. Κατὰ τὸν ἄντραν τὸ σπαθί, κατὰ τὸν βοῦν τ᾿ ἀλέτρι (ὅτι τὰ πάντα πρέπει νὰ εἶναι σύμμετρα καὶ ἀνάλογα) Κάρπ. Ὁ βοῦς ἂν 'ὲν ἐλώνευκεν κιˬ ὁ νεˬὸς ἄν ’ὲν ἐθέριζεν κ᾽ ἡ κόρη ἂν ᾿ὲν ἐγέννα, ποτ-τέ τους ᾽ὲν ἐγέρναν. Κύπρ. ᾿Εγύρισεν ὁ γάδαρος νὰ πῇ τὸν βοῦ χειλᾶτσο (ἐπὶ τῶν ἐπιρριπτόντων εἰς τοὺς ἄλλους τὰ ἴδια αὐτῶν ἐλαττώματα) Τῆλ. Ἀναγεˬάτζε ὁ βοῦ τὸν ὄνε τζαὶ νὶ ἐπέτζε χειλαρᾶ (περιέπαιξεν ὁ βοῦς τὸν ὄνον καὶ τὸν εἶπε χειλαρᾶ, συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τσακων. Ἄλλα ’χω γώ, τὸ βοῦ γυρεύγω (ἐπὶ τῶν ἐμμενόντων εἰς τὴν ἐπίτευξιν τοῦ σκοποῦ των) Κάρπ. Ὅλον τὸν βοῦν ἐφάγαμεν κ’εἰς τὴν οὐρὰν 'ποστάσαμεν (ἐπὶ τοῦ ἐπιτελέσαντος τὸ μέγιστον τοῦ ἔργου ἀποκάμνοντος δὲ περὶ τὸ τέλος) Ρόδ. Εἶες μαῦρο βοῦ; -Μήτ’ ἄσπρο μήτε μαῦρο (ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναμειγνύεταί τις εἰς ξένας ὑποθέσεις μαρτυρῶν τι) αὐτόθ. ‖ Γνωμ. Ἄν τὰ Φῶτα φωτεινὰ καὶ τὰ Λαμπρὰ εἶν’ σκοτεινά, χαρὰ 'ς τὸν βοῦν καὶ τὸ ζευγᾶ Θήρ. ‖ Αἴνιγμ. Ἕνας βοῦς γονατιστὸς καὶ τὸ στόμαν τ’ ἀνοικτὸν (ὁ κλίβανος) Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Θάσ. Σέριφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA