βούστομα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούστομα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούστομα τό, Σκῦρ. Χίος -Λεξ. Βλαστ 296 Δημητρ. βόστομα Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βοῦς καὶ στόμα.

Σημασιολογία

Πλέγμα σακκοειδὲς τιθέμενον περὶ τὸ ρύγχος βοῶν καὶ ἄλλων φορτηγῶν ζῴων κατὰ τὸν θερισμὸν καὶ τὸ ἁλώνισμα διὰ νὰ μὴ τρώγουν τοὺς καρπούς, κημός. Συνών. βοιˬδόστομα 2, βουστομίδα, μουρίστρα, μούριστρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/