βουσυκεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουσυκεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουσυκεˬὰ ἡ, Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. βουσ’κεˬὰ Κεφαλλ.-Λεξ.Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. βοσυκεˬὰ Ἀμοργ. βοσ’κεˬὰ Τῆν. γουσ’κεˬὰ Λεξ. Δημητρ. (λ. βουσκεὰ) ἀβουσ’κεˬὰ Ἴμβρ. ἀβοσυκεˬὰ Κάλυμν. Κῶς Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βούσυκο κατὰ τὰ εἰς -εˬὰ ὀν. φυτῶν.

Σημασιολογία

Εἶδος συκῆς παραγούσης βούσυκα, ἤτοι μεγάλα συνήθως σῦκα. Συνών. βοιˬδοσυκεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/