βουταναριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουταναριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουταναριˬὰ ἡ, ἐνιαχ. βουτουναριˬὰ ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 16 βουταμαρία Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *βουτανάρι<βουτῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά. Παρὰ Δουκ. βουταμαριˬά.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν αἴθυια πολλαχ. : Ποίημ. Τόμου γοργὰ οἱ βουταναριˬὲς πετοῦν ἀπὸ τὴ μέση τῆς θάλασσας καὶ 'ς τοὺς γιˬαλοὺς τὰ κράσματά τους φέρνουν ΚΘεοτόκ. ἔνθ. ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βουτηχτάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/