γεραματιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεραματιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεραματιˬάζω Θρᾴκ. (Αἶν.) - Σ.Ζαμπελ., ᾌσμ. Δημοτ., 740 Ν.Πολίτ. Μελέτ. 1,19 -Λεξ. Βλαστ. 58 Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράματα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ιˬάζω.

Σημασιολογία

Γηράσκω, φθάνω εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Κόρη, κιˬ ἂν εἶσ᾽ ἀνύπαντρη, κακὴ μοῖρα νὰ λάβῃς, κιˬ ἂν ἐμικροπαντρεύτηκες, νὰ μὴ γεραματιˬάσῃς Σ. Ζαμπέλ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἐν λ. γερνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/