βούτημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούτημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούτημα τό, κοιν. βούτ’μα βόρ. ἰδιώμ. βούτ-τημα Καλαβρ. (Μπόβ.) Μεγίστ. Σύμ. βούτθημα Σίφν. βούτημαν Πόντ. (Οἰν.) βούτ-τημαν Κύπρ. βούτεμαν Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) βούτιγμα πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουτῶ παρ’ ὃ καὶ βουτίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Κατάδυσις, καταβύθισις κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Ποντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) : Βούτημα μέσα ’ς τὸ νερὸ κοιν. Ὅλο τὸ μπάνιˬο του εἶναι ἕνα βούτημα κιˬ ὄξω σύνηθ. β) Δύσις πολλαχ. : Τὸ βούτημα τοῦ ἥλιου πολλαχ. || ᾎσμ. Ἕναν φιλεῖν ’ποῦ τὸ πωρνὸν τ’ ἕναν τὸ μεσημέριν τ’ ἕναν τὸ βούτ-τημαν τοῦ ’λιˬοῦ ᾿κανεῖ με οὕλη μέρα (᾽κανεῖ=ἀρκεῖ) Κύπρ. 2) Μακρὸν κολύμβημα ὑπὸ τὸ ὕδωρ Πόντ. (Κοτύωρ.) Συνών. βουτηξιˬὰ 2, βουτιˬὰ Α2, μακροβούτι. 3) Τεμάχιον ἄρτου συνήθως διπυρίτου ἐμβαπτιζόμενον εἰς γάλα, καφέν, τέιον κττ. κοιν. : Καφὲς-τσάι μὲ βουτήματα. Β) Μεταφ. 1) Διείσδυσις, ἀνάμειξις εἰς ὑπόθεσιν ἰδίως ἐπικερδῆ, ἐκμεταλλεύσιμον Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Αἰφνιδία ἀφαίρεσις πράγματός τινος κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν δυτῶν σύνηθ.: Μ’ ἕνα βούτημα τ’ ἅρπαξε. –β) Κλοπὴ σύνηθ. : Τοῦ 'κανε γερὸ βούτημα ἀπὸ τὸ ταμεῖο. 3) Αἰφνιδία σύλληψις σύνηθ. : Μ’ ἕνα βούτημα ἀπὸ τὰ μαλλιˬὰ τὸν ξάπλωσε χάμου Λεξ. Δημητρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βούτημα Πάρ. Βούτισμα Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/