γεραμπῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεραμπῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεραμπῆς ὁ, γιαραμπῆς ’Αθῆν. Κάσ. Πελοπν. (Μανιάκ. Πιάν.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) γιˬαραbῆς Κρήτ. Μύκ. γεραμπῆς πολλαχ. γεραbῆς Μῆλ. Πελοπν. (Γαργαλ. Κίτ. Μάν.) γιραμπῆς Μακεδ. (᾿Εράτυρ.) γιˬαρουbῆς Σχινοῦσ. ’ραbῆς Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yarabbi = Θεέ μου!
Σημασιολογία
1) Ὁ Θεὸς πολλαχ.: Ὅ,τι πῇ ὁ γεραbῆς θὰ γίνῃ. κ’ ἐμεῖς οἱ ἀθρῶποι εἴμαστε πλάσματά dου καὶ τόνε προσκυνοῦμε Μῆλ. Νὰ ἰδοῦμε τὶ λέει κιˬ ὁ γεραμπῆς Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Βλέπει ὁ γιˬαραμπῆς Πελοπν. (Πιάν.) Τοῦ ’χει δώκει τὴ χάρη ὁ γεραμπῆς καὶ ὅ,τι θέλει ἐκεῖνος γένεται Πελοπν. (Μανιάκ.) Τ’ ἤθελα, τί γύρευα ἐγὼ νὰ μπλέξω ἀπὸ ἐξαρχῆς μὲ μάγισσες; ὁ γεραμπῆς τὰ ξέρει αὐτὰ Α. Παπαδιαμ., Τὰ ρόδιν. ἀκρογιάλ, 56 || Φρ. Δόξα νά ’χῃ ὁ γιˬαραμπῆς Στερελλ. (Φθιῶτ. ) Μὰ τὸ γιˬαραμπῆ Ἤπ. (’Ιωάνν.) || Παροιμ. Βόηˬθα, γεραμπῆ μου, νὰ βγῶ μὲ τὴν τιμή μου (ἐπὶ νεονύμφου, τῆς ὁποίας ἡ πρὸ τοῦ γάμου διαγωγὴ δὲν θεωρεῖται ἀνεπίληπτος) ἐνιαχ. || ᾌσμ. Καηˬμὸς ἀποῦ ᾽ναι, γιˬαραbῆ, δυˬὸ πολυˬαγαπημένα νά ’ναι ’ς τὸ gόσμο ἀζωdανὰ καὶ νά ’ναι χωρισμένα Κρήτ. Τ᾽ ἀναστεναγματάκιˬα μου, τὴ λάβρα τῶ σ᾿κωθιˬῶ μου μὴ τήνε δώσῃς γιαραbῆ τῶ dουχιουμάνηdώ μου (dουχιουμάνηdω = ἐχθρῶν) αὐτόθ. 2) Ὁ Χάρων Πέλοπν. (Κίτ. Μάν.): ᾎσμ. Ὅdε κινήσ’ ὁ γεραbῆς, | γιὰ ἐπιστήμη δὲ ρωτᾷ. σκίζει λαgάιδια καὶ βουνά, | χωρίζει μάννες καὶ παιιδιὰ (ἐκ μοιρολ.) 3) Ὁ διάβολος Μύκ. Σχινοῦσ.: Τὸν ἤβανε ὁ γιˬαραbῆς νὰ dὸ κάμῃ Μύκ. || Παροιμ. Ἅμα ’ριστῇς τῆς γούλας σου, ὁ γιˬαρουbῆς τὰ φέρνει (ἐπὶ τῶν παρασυρομένων ὑπὸ τῶν παθῶν των καὶ ἐπιρριπτόντων τῆν παρεκτροπήν εἰς διαβολικὴν ἐπίδρασιν) Σχινοῦσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA