βουτηξιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτηξιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουτηξιˬὰ ἡ, σύνηθ. βουτησιˬὰ πολλαχ. μπουτησιˬὰ ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 172.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουτῶ. Διὰ τὸν τύπ. μπουτησιˬὰ πβ. μπουτιˬά, δι᾽ ὃ ἰδ. βουτιˬά.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐνέργεια τοῦ καταδύειν καὶ καταδύεσθαι σύνηθ. : Παροιμ. Ὅπο͜ιος πνίγεται ᾿ς τὴν πρώτη μπουτησιˬὰ πάντα πνιγμένος εἶναι ΜΛελέκ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Κολύμβησις ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης Κέρκ. Συνών. βούτημα Α 2, βουτιˬὰ Α 2, μακροβούτι. 3) Ἡ ποσότης τῆς μελάνης τῆς λαμβανομένης διὰ μιᾶς ἐμβαπτίσεως τῆς γραφίδος εἰς τὸ μελανοδοχεῖον. ᾿Ιων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. κ.ἀ. : Πῆρε μιˬὰ βουτηξιˬὰ ἀπὸ τὸ καλαμάρι μου Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/