γερανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γερανιάζω Λεξ. Αἰν. γιρανιˬάζου Μακεδ. (Καταφύγ.) Σκόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεράνιˬος.
Σημασιολογία
Λαμβάνω χρῶμα κυανοῦν, καθίσταμαι κυανοῦς ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Εγιράνιˬασι ἀπ’ τοῦ θ᾽μό τ’ Καταφύγ. Γιρανιˬάσαι τὰ χείλιˬα τ’ Σκόπ. Συνών. γερανίζω, μελανιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA