βουτηχτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτηχτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βουτηχτὴς ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. βουτ-τηχτὴς Κάλυμν. Ρόδ. βουτιστὴς Λεξ. Γαζ. (λ. δύτης) βουτ-τιστὴς Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. βοτ-τιστὴς Σύμ. Θηλ. βουτήχτρα Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Βλαστ. 424 Πληθ. βουτηχτᾶδες πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουτῶ, παρ’ ὃ καὶ βουτίζω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Δύτης κοιν. καὶ Πόντ. : Βγῆκε ἀπάνω ὁ βουτηχτὴς κοιν. ‖ Παροιμ. Τὸ βουτηχτὴ μὴν τὸν κοιτάζῃς ’ς τὸ βούτημα, ἀλλὰ ᾿ς τὸ ἔβγαλμα ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 310 || Ποίημ. Σὲ βαθεˬὰ πέλαγα ὁ χαμὸς καὶ ἀπάτητα σὲ ρίχνει νὰ σὲ γυρεύῃ ὁ βουτηχτὴς καὶ νὰ σὲ κλαίγῃ ὁ κόσμος ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 100. Συνών. βουτινᾶς. β) Ὁ εἰδικὸς διὰ τὴν σπαγγαλιείαν δύτης σύνηθ. 2) Βουτηχτάρα, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πελοπν. (Λακων.) κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. : β) Ὑπὸ τὸν τύπ. μαῦρος βουτηχτής, τὸ πτηνὸν φαλακροκόραξ ἐνιαχ. 3) Ἡ ἀνθοφόρος κεφαλὴ τῆς σκίλλης, διότι κλίνει πρὸς τὰ κάτω Σύμ. Β) Μεταφ. 1) Κλέπτης, λωποδύτης πολλαχ. 2) Ὁ ἀσέμνως χειρονομῶν πρὸς τὰς γυναῖκας πολλαχ. 3) Ριψοκίνδυνος, παράτολμος Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. καὶ ὡς παρων Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/