βουτιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουτιˬάζω ἀμάρτ. βουκιάζου Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτιˬά.

Σημασιολογία

Μετβ. βυθίζω καὶ ἀμτβ. βυθίζομαι: Βούκιˬασε τὸν ἄντε (βούτηξε τὸ ψωμί). Βουκιˬάζουρ ἔνι σὰ ψάρι (βουτᾷ σὰν ψάρι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/