βούτομο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούτομο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούτομο τό, Καλαβρ. (Μπόβ.)-ΠΒλαστ. Ἀργὼ 337 ΠΓεννάδ. 901-Λεξ. Περίδ. Βλαστ. 447 καὶ 456 Μ᾽Εγκυκλ. Δημητρ. βούτουμο Καλαβρ. (Μπόβ.) βούτ’μο Πάρ (Λεῦκ.) βούτιμο Νάξ (Δαμαρ.) Πάρ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀργολ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κορινθ. Λάστ. Σαραντάπ. Σουδεν. Τρίκκ.) -ΠΓεννάδ. 901 -Λεξ. Βλαστ. 456 Μ’Εγκυκλ. Δημητρ. βούταμο Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Πελοπν. (Καρδαμ. Οἰν.) Τσακων. βούταμου Καλαβρ. βούτομα Καλαβρ. (Μπόβ.)-ΠΓεννάδ. 423-Λεξ.Ἐλευθερουδ. Δημητρ. βούτιμα Πάρ. κ. ἀ.-ΠΓεννάδ. 423 Βλαστ. 459 Ἐλευθερουδ. βούτομος ὁ, Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. βότομος Χίος κ. ἀ. βούτιμας Σῦρ. βούταμος Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Πελοπν. (Μάν. Λάκων.) κ.ἀ. βούταμο Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βούτομον. ᾽Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 (1929/32)201.
Σημασιολογία
1) Ἀγριόχορτα τῶν ἑλῶν κτηνοτροφικὰ α) Βούτομον τὸ σκιαδιοφόρον (butumus umbellatus) τῆς τάξεως τῶν ἀλισμωδῶν (alismaceae), τὸ ἀρχ. βούτομον ἢ βούτομος. β) Σκίρπος ὁ λιμναῖος (scirpus lacustris) τῆς τάξεως τῶν κυπειρωδῶν (cypraceae), χρήσιμον πρὸς πλεκτικὰ ἔργα καὶ παραγεμίσματα σαγμάτων. γ) Τύφη ἡ στενόφυλλος (typha angustata) τῆς τάξεως τῶν τυφωδῶν (typhaceae), ἡ ἀρχ. τύφη, χρήσιμος πρὸς κατασκευὴν ψιαθῶν, συνών. ψάθα, ψαθί, ἀφρᾶτο (ἰδ. ἀφρᾶτος Β 2), καὶ τύφη ἡ πλατύφυλλος (typha latifolia), ὁ ἀρχ. φλοῦς, συνών. φλούδι. δ) Θρύον τὸ κυλινδρικὸν (imperata cylindrica), τὸ ἀρχ. θρύον, συνών. δεματόχορτο, δεματιˬά, θρύος, μαχαιρίδι, ραγάζι, καὶ ὁ λάγουρος ὁ ᾠοειδὴς (lagurus ovatus), ἀμφότερα τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (gramineae). 2) Τὸ φυτὸν ἀλιχάνη, ὃ ἰδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Βότομο Κρήτ. Βούτιμα Πάρ. Βούτουμος Κέως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA