βοῦτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοῦτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοῦτος τό, Ἰκαρ. Ἰων (Σμύρν.) βοῦτ-τος Μεγίστ. Ρόδ Σύμ. βοῦτος ὁ, Στερελλ. (Μεσολόγγ.) βότ-τους Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουτῶ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἔργον τοῦ δύτου, τοῦ σπογγαλιέως Ἰων. (Σμύρν.) Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. : Ὁ δεῖνα πάει ᾽ς τὸ βοῦτος Μεγίστ. Ἔκανε πολλὰ χρόνιˬα ᾿ς τὸ βοῦτος Σμύρν. 2) Τὸ πτηνὸν βουτηχτάρα, ὃ ἰδ., Ἰκαρ. 3) Τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 4) Τὸ κολύμβημα Λυκ.(Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Βοῦτος ᾿Ιόνιοι Νῆσ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βοῦτ-τος Κύπρ. Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/