ἀχαμνοκαιριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμνοκαιριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχαμνοκαιριˬὰ ἡ, Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. καιρός. Διὰ τὸν μεταπλασμὸν πβ. κακοκαιριˬά, καλοκαιριˬά.
Σημασιολογία
Ἡ νοτιά: Νά ’θε ᾽υρίσῃ μιὰν ἀχαμνοκαιριˬὰ νὰ χλιˬοκαιρίσ’ ὁ κόσμος!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA