γερανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γερανὸς ὁ, γέρανος Κύθν. Πελοπν. (Καρδαμ.) Σίφν. - Λεξ. Βυζ. ἀγέρανος ’Αντίπαρ. Μύκον. Πάρ. (Νάουσ.) ἀέρανος Νάξ. (Γλυνᾱδ. Φιλότ.) Πόντ. (Χαλδ.) γερανὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) γιρανὸς Θεσσ. (Τσαγκαράδ.) Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Κοζ.) Σάμ. γερανὸ Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) γερανὲς Σκῦρ. ἀγερανὸς Ἴος Κρήτ. (Πεδιάδ.) Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγιρανὸς Στερελλ. (’Αράχοβ.) σγερανὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀσγερανὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ᾽εράνος Κάρπ. Ναξ. (᾿Απύρανθ. Δαμάρ. Δανακ.) ἀερανὸς Νάξ. (Χώρ.) Πόντ. (Κρώμν.) γερανιˬὸς Μύκ. Πελοπν. (Μεγαλοχ.) Σίφν. Σχινοῦσ. Χίος - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ. γιρανιˬὸς Σκόπ. γιˬαρανιˬὸς Θεσσ. ἀγιˬαρανὸς Θεσσ. ’ραν-νιˬὸς Λέρ. ἀιρανὸς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) αιγέρανος Πόντ. (Χαλδ.) οὐρανὸς ’Ιων. (Καραμπ.) Κάλυμν. Κυδων. Κῶς. (Καρδάμ.) Θηλ. γερανὴ Καλαβρ. (Μπόβ.) γεραία Τσακων. Οὐδ. γερανὶν Πόντ. (Χαλδ.) Πληθ. γερανὰ τά, Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γέρανος. Ἡ μεταβολὴ τοῦ γένους καὶ τοῦ τόνου κατὰ τὰ ἄλλα ὀνόματα πτηνῶν εἰς -ός, ἀετός, πελαργὸς κλπ. ἢ κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ οὐρανὸς πρὸς τὸ ὁποῖον συνεσχετίσθη παρετυμολογικῶς, ὅθεν καὶ τύπ. οὐρανός. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 383. 2, 117. Ὁ τύπ. σγερανὸς διὰ προθετ. σ. Πβ. Χ. Παντελίδ., Byzant. Neugr. Jahrb. 6 (1927), 427. Οἱ τύπ. ἀγερανός, ἀσγερανός, ἀιρανός, ἀιγέρανος διὰ προθετ. α. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 227. Τὸ οὐδ. γερανὶν κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ πουλλίν. ’Ιδ. ’Α. ’Α. Παπαδ., Ἱστορ. Λεξ. Ποντ διαλ. ἐν λ. γερανός. Οἱ τύπ. γερανός, ἀγέρανος, γερανιˬός, ἀγερανιˬὸς καὶ παρὰ Σομ. καὶ ὁ γερανὸς παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀποδημητικὸν πτηνὸν γέρανος ἡ τεφρόχρους (grus cinerea), τῆς οἰκογ. τῶν γερανιδῶν (gruidae) διερχόμενον κατὰ σμήνη πρὸς βορρᾶν μὲν περὶ τὰς ἀρχὰς τῆς ἀνοίξεως, πρὸς νότον δὲ κατὰ τὸ φθινόπωρον κοιν. καὶ Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Εἶδες τοὺς γερανοὺς ποὺ περάσανε; κοιν. ᾽Ηπεράσανε τὴν αὐγὴ γερανοὶ Σίφν. Ἅμα περνᾶν οἱ ἀγιρανοὶ κατὰ τ’ θάλασσα, πάει οὑ ’μῶνας. Ἅμα γύρ’ζαν κατὰ τοὺν ἀνήφουρου, θά ’χουμ’ ’μῶνα Στερελλ. (’Αράχ.) Περνοῦσιν οἱ οὐρανοὶ καὶ πᾶσιν ’ς τὰ ζ-ζεστὰ μέρη Κῶς (Καρδάμ.) Ἕνας οὐρανὸς ἐπόμεινε ’ς τὸγ κάμbο, ἐκουράστη ν-gˬιˬ ’ὲν ἐμbορεῖ νὰ πετάσῃ αὐτόθ. ’Ιά ’βγα νὰ δῇς τσὶ ’ερανοὶ ποὺ περνοῦνε Νάξ. (’Απύρανθ.) Εὐτοὶ οἱ γερανοὶ εἶναι οἱ ὁδηγοὶ ποὺ φέρνουνε τὰ πουλλιˬὰ τσαὶ ὕστερα πάλι τὰ πέρνουνε οἱ ἴδιˬοι τσαὶ φεύγουνε αὐτόθ. Ὁ ᾿εράνος εἶναι μεγάλο bουλλὶ Νάξ. (Δανακ.) ’Αεράνοι πολλοὶ ἔρχουdὲνε μαζὶ Νάξ. (Γλυνᾶδ.) Ἅμα δῇς γερανοί, νὰ ξέρῃς ὅτ᾽ θὰ κάμῃ ἕνα παρατσαιρὸ τσ᾽ ὕστερα θὰ καλωσ’νέψῃ Σκῦρ. Ὡράκατε τὶ γεραίε π᾿ ἐπεράκαϊ ἐπέρι; (εἴδατε τοὺς γερανοὺς ποὺ ἐπέρασαν χθές;) Τσακων. Τὰ ελιδόν κιˬ ἀερανοὶ πάγ’νε ’ς τὸν ἀνιγον (ἀνιγον=τόπον ὅπου οὐδέποτε πίπτει χιών, ἀχιˬόνιστον) Τραπ. ’Εστὲ σπέρα ηὕρετε τί ἐπασέτσασι οἱ γερανοί; (χθὲς τὴν ἑσπέραν εἴδατε ὅτι ἐπερασιν οἱ γερανοί;) Μπόβ. Οἱ γερανοὶ πετοῦ σπηλὰ καὶ κάν-νουμ-μα στράτα (οἱ γερανοὶ πετοῦν ὑψηλὰ καὶ κάμνουν, σχηματίζουν, μίαν γραμμὴν) Γαλλικ. Πέρ’τσι ηὗρα νὰ πασ-σέσ-σουνε τὰ γερανὰ (πέρυσι εἶδα νὰ περάσουν οἱ γερανοὶ) αὐτόθ. || Φρ. Πᾶρτε γερανοὶ τ᾿ς πόνοι μας τσαὶ δῶστε μας τ’ γερωσύ’ σας (προσφώνησις πρὸς τοὺς ἐμφανιζομένους πρὸ τῆς ἀνοίξεως γερανοὺς) Σκῦρ. || Παροιμ. ’Εχτὲς ἐπῆραν οἱ ’ερανοὶ τὴ gούνιˬα του (ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτόντων την πραγματικὴν ἡλικίαν των) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Οἱ γερανοὶ πήρανε τὴ gούνια του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μῆλ. ’Οψὲς οἱ γερανοὶ ἐπεράσανε τὴ gούνια του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. (Μυλοπότ.) Οἱ--οὐρανοὶ θὰ φέριν τ᾿ gνούνιˬα τ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κυδων. || Αἰνίγμ. Οἱ ’ερανοὶ περάσανε, | τόσο λίοι πού ’τονε, ἕνας εἶχε δυˬὸ d’ἀbρός | κιˬ ἄλλος δυˬὸ d’ἀπίσω κ’ ἕνας γέρος γερανὸς | ἕν’ ἀπίσω κιˬ ἕν’ ἀbρός (ἦσαν τρεῖς ἐν ὅλῳ) Νάξ. (’Απύρανθ.). Τὸ αἴνιγμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Τρακόσ’ ἑξήdα πέdε γερανοί, δώδεκα χελιδόνιˬα μιˬὰ φωλιὰ ἐχτίζανε κ’ ἕν᾽ ἀβγὸ πυρῶνα (ὁ χρόνος) Κρήτ. (Πεδιάδ.) || ᾌσμ. Τὸ χρόνο οἱ-’ἀγερανοὶ περνοῦνε δυˬὸ σεφέριˬα, δὲ μὲ λυπᾶσ’, ἀγάπη μου, νὰ πέσω ᾿ς ἄλλα χέριˬα; Κρήτ. Σαρανταπέντε γερανοὶ τ᾽ ἕνας ἀιˬτὸς ’ς τήμ-μέσην, ἐλᾶτε, κοπελ-λοῦες μου, ν’ ἀλέσουμεν τὸ ρέσιν (τὸ ρέσιν = σῖτος χονδροκομμένος) Κύπρ. Κιˬ ἀκοῦσαν γιˬαρανοῦ λαλιˬὰ κιˬ ἀπ’ ἀλαφῖνα ζbόρου (ζbόρου=λόγον, ὁμιλίαν) Θεσσ. Μάννα, ποῖσο μ᾽ παξιμάτ’, αὔριν θὰ ξενιτεύω, θὰ πάγω μὲ τὰ γέρανοι καὶ μὲ τὰ ελιδόν κιˬ ἀερανοὶ κιˬ ἂν κλώσκουνταν, ἐγ’ ἄλλο ’κὶ γυρίζω Κρώμν. 2) Τὸ πτηνὸν ἀγριόγαλλος, ὃ ἰδ. ἔνθα καὶ συνών. Στερελλ. (’Αράχ. Δεσφ.) 3) Γεράνι Ι 1, ὃ ἰδ. Μύκ. Πελοπν. (Μεγαλοχ.) Σκόπ. Χίος - Λεξ. Βάιγ.: Ἔσπασε ὁ γερανιˬὸς Μεγαλοχ. 4) Μηχανή χρησιμοποιουμένη πρὸς ἀνύψωσιν βαρῶν, ἰδία κατὰ τὴν φόρτωσιν ἢ ἐκφόρτωσιν ἐμπορευμάτων, βαροῦλκον λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Συνών. βίντσι, παλάγκο. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. 5) Μέγας ἧλος εἰς τὸν ὁποῖον ἀναρτᾶται ὁ λύχνος Χίος. 6) Εἶδος κυκλικοῦ χοροῦ τὸν ὁποῖον ἐκτελοῦν νέοι καὶ νεάνιδες κατὰ τὰς ᾿Απόκρεω, κρατούμενοι χιαστὶ καὶ ᾄδοντες εἰδικοῦ ρυθμοῦ ᾂσματα ’Αντίπαρ. Μύκ. Πάρ. (Λεῦκ. Νάουσ.): Χορεύαμε τὸν ἀγέρανο Λεῦκ. Τραγούδιˬα τοῦ ἀγεράνου Νάουσ. Χορεύαμε πιˬὰ ἀράδα τὸν ἀγέρανο ’Αντίπαρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Συνών. γεράνι 5. 7) Εἶδος παιδιᾶς, καθ’ ἣν δύο παιδία ἢ δύο ὁμάδες παιδίων λαμβάνουν θέσιν εἰς τὰ δύο ἄκρα σανίδος ὁριζοντίως τοποθετημένης ἐπὶ λίθου ἤ ξυλίνης δοκοῦ καὶ αἰωροῦνται ἐναλλὰξ Εὔβ. (Κουρ.) 8) Παιδιά, καθ᾽ ἣν οἱ παῖκται, σχηματίζοντες κύκλον, κρατοῦνται ἐκ τῶν χειρῶν καὶ ὀρχοῦνται πέριξ ἑνὸς ἐξ αὐτῶν καθημένου εἰς τὸ μέσον τοῦ κύκλου. Οὗτοι ᾄδουν «τὸ γέρανο τὸν πέπανο τὸ λυκοφαγωμένο», ἱστάμενοι καὶ προκαλοῦντες τὸν καθήμενον νὰ δείξῃ τὸ ἓν ἢ τὸ ἄλλο τῶν μελῶν τοῦ σώματός του, χαρακτηρίζοντες δὲ ταῦτα ἐμπαικτικῶς, ζητοῦν τέλος νὰ δείξῃ τοὺς ὀδόντας του. τούτου γενομένου ἀναφωνοῦν ἐν χορῷ: «λύκος! λύκος!» καὶ λύοντες τὰς χεῖρας τρέπονται εἰς φυγήν, ὁ δὲ καθήμενος ἐγείρεται καὶ καταδιώκει αὐτούς. Ὁ ὑπ’ αὐτοῦ συλληφθεὶς λαμβάνει την θέσιν του καὶ ἡ παιδιὰ ἐπαναλαμβάνεται Πελοπν. (Καρδαμ.) – Ν. Πολίτ. Παροιμ. Δ, 143. 9) Τὸ ἐδώδιμον χόρτον ἐρωδιὸς τὸ γεράνιον (erodium gruinum), τῆς οἰκογ. τῶν γερανιιδῶν (geraniaceae) Θρᾴκ. (Πύργ.). Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γερανὸς Θήρ. Κεφαλλ. καὶ Ζουργανός Πάρ., ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γερανὸς Μακεδ. Παξ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γερανὸς Ἤπ. Ρόδ. Γιρανὸς Λῆμν. Μακεδ. ᾿Αγερανὸς Πελοπν. (Μάν.) Γερανὸς Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA