γερανοφόρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερανοφόρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γερανοφόρος ἐπίθ. Μῆλ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γιρανουφόρους Στερελλ. (’Αγόριαν.) γερανόφορος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Θηλ. γερανιˬοφόρα Σίφν. ’ερανιˬοφόρα Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεράνιˬος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -φόρος, δι’ ἣν ἰδ. Γ. Χατζιδ., ᾽Αθηνᾶ 22 (1910), 251.
Σημασιολογία
1) Ὁ φορῶν ἐνδύματα κυανοῦ χρώματος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): ᾎσμ. Ἔμπρου π’ ἔρται ὁ καβαλλάρτς ὁμζ’ νὰ ἔν’ ὁ κύρη μ’ κ’ ἐκεῖν᾽ οἱ μαυροαλογάντ’ ὁμζ’ν νὰ εἶν’ τ᾽ ἀδέλφ μ’ κ’ ἐκείν’ ἡ γερανόφορος ὁμζ’ νὰ ἔν’ ἡ μάννα μ᾿ Τραπ. 2) Οὐσ. (α) Ὁ Θεὸς Πόντ. (Τραπ.): Ὁ γερανόφορον ἀέτσ’ έθέλεσεν. β) Ἡ Παναγία Νάξ. (’Απύρανθ.) Σίφν.: ᾎσμ. Καλὲ, μὰ εἶdα ’ίνηκες κ᾿ ἤλειπες τόσην ὥρα; χίλιες ἰδέες ἤβαα, μὰ τὴ ’ερανιˬοφόρα! ᾿Απύρανθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. υπὸ τὸν τύπ. Παναγία ἡ Γερανοφόρα Σίφν. 3) Ὁ χωροφύλαξ κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Ὄθωνος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Στερελλ. (’Αγόριαν.): ᾎσμ. Γερανοφόροι ἔρχοdαι | ’ς τοῦ Καβατζᾶ τὴ gερακιˬά, γερανοφόροι καὶ πολλοὶ | καὶ λέου τ᾽ εἶνιˬαι βασιλικοὶ (κερακιˬὰ = ἡ ξυλοκερατέα. ἐκ μοιρολ.) Κίτ. Μάν. Συνών. ἀφεντικός Β5, σταυροφόρος, σταυρωτής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA