ἀχαμνόμερος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμνόμερος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχαμνόμερος ἐπίθ. Πελοπν. (Γέρμ. Καλάμ. Μάν.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. μέρος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀπὸ ἀσήμου γενεᾶς καταγόμενος Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.) - Λεξ. Δημητρ.: Δὲν τόν λογαριˬάζουσι, γιατ᾿ εἶναι ἀχαμνόμερος Μάν. || Γνωμ. Οἱ ἀχαμνόμεροι ἔχουσι bουρὶ ποῦ γάιδαρος δὲ dὸ bορεῖ (bουρί = θυμὸς) αὐτόθ. || ᾎσμ. Μὲ προζηλεύασι πολλοί, | Νικλιˬᾶνοι κι ἀχαμνόμεροι. 2) 'Ανίσχυρος Πελοπν. (Καλάμ. Μάν.) Συνών. ἀχαμνὸς Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA