ἀνανεˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνανεˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνανεˬώνω Κύπρ.-Γ᾿Επαχτίτ. Ἱστορ. 45
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀνανεώνω.
Σημασιολογία
Νεάζω καὶ πάλιν ἔνθ᾽ ἀν.: Γίνονταν ἱλαρὴ ἡ μορφή της κ’ ἔλεγες πῶς ἀνάνεˬˬωνε ὅσο φτάνοντας ἔβλεπε γῦρο ν᾽ ἁπλώνῃ ὁ κύκλος τῆς χαρᾶς Γ’Επαχτίτ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ξανανεˬώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA