ἀχαμνοπερνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμνοπερνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχαμνοπερνῶ Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνὸς καὶ τοῦ ρ. περνῶ.
Σημασιολογία
Ἔχω οἰκονομικὰς στενοχωρίας, διάγω, ζῶ πενιχρῶς. Συνών. κουτσοπερνῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA